Κατεδάφιση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατεδάφιση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontmanteling, afbraak, sloop, de sloop, sloop-, sloopwerkzaamheden
Κατεδάφιση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατεδάφιση

κατεδάφιση κτιρίων, κατεδάφιση συνώνυμα, κατεδάφιση ξενοδοχείου ακταιον, κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής, κατεδάφιση μύκονος, κατεδάφιση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατεδάφιση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταψύκτης στα ολλανδικά - vriesvak, vriezer, diepvriezer, vriescombinatie, diepvries
  • καταψύχω στα ολλανδικά - vriezen, vorst, stilstand, invriezen, halte, bekoelen, kil, ...
  • κατεδαφίζω στα ολλανδικά - uitkrabben, Rase, van Rase, loopring, doorhalen
  • κατεργάζομαι στα ολλανδικά - verloop, procédé, bewerken, ontwikkelingsgang, verwerken, bewerking, proces, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατεδάφιση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontmanteling, afbraak, sloop, de sloop, sloop-, sloopwerkzaamheden