Sloop στα ελληνικά

Μετάφραση: sloop, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατεδάφιση, καταστροφή, κατεδάφισης, κατεδαφίσεων, κατεδαφίσεις, την κατεδάφιση
Sloop στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slippen στα ελληνικά - παραδρομή, γλιστρώ, ντεραπάρω, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ...
  • slof στα ελληνικά - καλάθι, πυγμαχώ, πανέρι, κουτί, κοφίνι, κάσα, παντόφλα, ...
  • sloot στα ελληνικά - τάφρος, χαντάκι, τάφρο, τάφρου, αυλάκι
  • slopen στα ελληνικά - καταναλώνω, κατεδαφίσει, κατεδάφιση, κατεδαφίσουν, γκρεμίσει, την κατεδάφιση
Τυχαίες λέξεις
Sloop στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατεδάφιση, καταστροφή, κατεδάφισης, κατεδαφίσεων, κατεδαφίσεις, την κατεδάφιση