Κλάσμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: κλάσμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breuk, fractie, deel, gedeelte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλάσμα
κλάσμα εξώθησης φυσιολογικές τιμές, κλάσμα in english, κλάσμα εξώθησης καρδιάς, κλάσμα στα αγγλικά, κλάσμα ετυμολογία, κλάσμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλάσμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κλάπα στα ολλανδικά - scharnier, stofbril, oogkleppen, knipperlichten, richtingaanwijzers, blinkers
- κλάση στα ολλανδικά - classificeren, categorie, stand, klas, klasse, indelen, class, ...
- κλάψιμο στα ολλανδικά - klapsimo
- κλέβω στα ολλανδικά - stelen, knijpen, misleiden, hechtenis, tokkelen, arrestatie, aanhouding, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλάσμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: breuk, fractie, deel, gedeelte
Μεταφράσεις: breuk, fractie, deel, gedeelte