Κοινόβιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: κοινόβιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
priorij, Priory, klooster, priorij van, de priorij
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινόβιο
κοινόβιο english, το κοινόβιο, κοινόβιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοινόβιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κοινωνία στα ολλανδικά - gemeenschap, vereniging, maatschappij, genootschap, club, samenleving, sociëteit, ...
- κοινωνικός στα ολλανδικά - sociaal, maatschappelijk, sociale, maatschappelijke, de sociale
- κοινός στα ολλανδικά - vulgair, ordinair, openlijk, gelid, knoop, gewoon, gemeenschappelijk, ...
- κοινότητα στα ολλανδικά - beroep, bedrijf, broodwinning, gemeente, vak, gemeenschap, Community, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοινόβιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: priorij, Priory, klooster, priorij van, de priorij
Μεταφράσεις: priorij, Priory, klooster, priorij van, de priorij