Κουβεντιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: κουβεντιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kout, gekeuvel, praten, keuvelen, babbelen, gebabbel, gepraat, oreren, Spiel
Κουβεντιάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουβεντιάζω

κουβεντιάζω συνώνυμα, κουβεντιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κουβεντιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κουβέρτα στα ολλανδικά - deken, dekentje, een deken, dekens
  • κουβαλώ στα ολλανδικά - handkar, wagen, kar, karretje, brengen, verdragen, dragen, ...
  • κουδουνίζω στα ολλανδικά - klappen, kletteren, klakken, klikken, gerinkel, rinkelen, klingelen, ...
  • κουδούνι στα ολλανδικά - bel, klok, belletje, bell, klokje
Τυχαίες λέξεις
Κουβεντιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kout, gekeuvel, praten, keuvelen, babbelen, gebabbel, gepraat, oreren, Spiel