Gepraat στα ελληνικά

Μετάφραση: gepraat, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβέντα, κουβεντιάζω, ομιλία, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε
Gepraat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gepast στα ελληνικά - ευπρεπής, κατάλληλος, σκόπιμος, αρμόζων, οικειοποιούμαι, καθωσπρέπει, σφετερίζομαι, ...
  • gepensioneerde στα ελληνικά - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
  • geprikkeldheid στα ελληνικά - ενόχληση, όχληση, ευερεθιστότητα, οξυθυμία, ερεθιστικότητα, ευερεθιστότητας, ευερεθιστικότητα
  • geraamte στα ελληνικά - σκελετός, σκελετό, σκελετού, του σκελετού
Τυχαίες λέξεις
Gepraat στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβέντα, κουβεντιάζω, ομιλία, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε