Μακρύτερος στα ολλανδικά
Μετάφραση: μακρύτερος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verder, bevorderen, nader, langer, meer, langere, lange
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μακρύτερος
μακρύτεροσ ποταμόσ, μακρύτερος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μακρύτερος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μακρόστενο στα ολλανδικά - langwerpig, langwerpige, rechthoekige, oblong, rechthoekig
- μακρύς στα ολλανδικά - lang, lange, op lange, de lange, langere
- μαλάζω στα ολλανδικά - kneden, malazo
- μαλάκια στα ολλανδικά - weekdieren, van weekdieren, weekdieren die, week-
Τυχαίες λέξεις
Μακρύτερος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verder, bevorderen, nader, langer, meer, langere, lange
Μεταφράσεις: verder, bevorderen, nader, langer, meer, langere, lange