Μπουκιά στα ολλανδικά
Μετάφραση: μπουκιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hap, mondvol, hele mondvol, mond vol, slok
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπουκιά
μπουκιά μπουκιά ιωαννινα, μπουκιά και συχώριο νεα ερυθραια, μπουκιά και συχώριο μαμαλάκης, μπουκιά μπουκιά, μπουκιά και συχώριο εστιατόριο, μπουκιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπουκιά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μπουκέτο στα ολλανδικά - tuil, ruiker, boeket, bouquet, boeket van, Het boeket, Het boeket van
- μπουκαπόρτα στα ολλανδικά - luik, broedsel, doorgeefluik, vluchtluik, uitkomen
- μπουμπουνίζω στα ολλανδικά - bulderen, daveren, donderen, donder, boumpounizo
- μπουμπούκι στα ολλανδικά - botten, spruiten, knop, uitbotten, kiem, bud, knoppen, ...
Τυχαίες λέξεις
Μπουκιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hap, mondvol, hele mondvol, mond vol, slok
Μεταφράσεις: hap, mondvol, hele mondvol, mond vol, slok