Λέξη: θεμιτός
Σχετικές λέξεις: θεμιτός
θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο
Συνώνυμα: θεμιτός
νόμιμος
Μεταφράσεις: θεμιτός
θεμιτός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
licit, legitimate, fair, a legitimate, lawful
θεμιτός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lícito, legítimo, legítima, legítimos, legítimas, legitimo
θεμιτός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesetzmäßig, legitim, rechtmäßig, legitimen, legitime, berechtigten
θεμιτός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
licite, légitime, légal, légitimes, légitimité, légitimement, légitime de
θεμιτός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lecito, legittimo, legittima, legittimi, legittime, legittimamente
θεμιτός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legítimo, legítima, legítimos, legítimas, legitimate
θεμιτός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtmatig, wettig, gerechtvaardigd, legitieme, legitiem
θεμιτός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
законный, дозволенный, законное, законным, законными, легитимным
θεμιτός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legitim, legitime, legitimt, lovlig, lovlige
θεμιτός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
legitim, legitimt, legitima, berättigade, berättigat
θεμιτός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laillinen, oikeutettu, oikeutetut, oikeutettuja, oikeutettua
θεμιτός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
legitim, legitime, legitimt, berettiget, berettigede
θεμιτός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zákonný, legitimní, oprávněné, oprávněný, legitimním
θεμιτός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
legalny, słuszny, prawowity, uzasadnione, uzasadniony, legalne
θεμιτός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jogos, törvényes, jogszerű, legitim, a jogos
θεμιτός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meşru, yasal, meşru bir, yasal bir
θεμιτός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лишаї, законний, законне, правової, правовий, законного
θεμιτός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
legjitime, legjitim, ligjshme, të ligjshme, e ligjshme
θεμιτός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
легитимен, законен, легитимна, законна, легитимно
θεμιτός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
законны, законнае, законную, законная
θεμιτός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigustatud, õiguspärase, õiguspärane, õiguspärast, õiguspäraseid
θεμιτός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
legitiman, legitimno, legitimna, legitimni, legitimne
θεμιτός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögmæt, lögmætur, lögmætt, lögbundin, lögmætar
θεμιτός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisėtas, teisėta, teisėti, teisėtą, teisėtos
θεμιτός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
likumīgs, likumīga, likumīgu, leģitīms, leģitīmi
θεμιτός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
легитимни, легитимен, легитимна, легитимно, легитимните
θεμιτός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
legal, legitim, legitimă, legitime, legitima
θεμιτός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
legální, legitimno, legitimen, zakonita, legitimna, legitimni
θεμιτός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zákonný, legitímne, legitímna, legitímny, legitímnu, oprávnené
Τυχαίες λέξεις