Μπουμπούκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπουμπούκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
botten, spruiten, knop, uitbotten, kiem, bud, knoppen, knop van
Μπουμπούκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπουμπούκι

μπουμπούκι συνώνυμο, μπουμπούκι νηπιαγωγείο, μπουμπούκι τριαντάφυλλο, το μπουμπούκι, μπουμπούκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπουμπούκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπουκιά στα ολλανδικά - hap, mondvol, hele mondvol, mond vol, slok
  • μπουμπουνίζω στα ολλανδικά - bulderen, daveren, donderen, donder, boumpounizo
  • μπουντρούμι στα ολλανδικά - kerker, Dungeon, kerker van, de kerker
  • μπουσουλάω στα ολλανδικά - kruipen, crawl, kruip, kruipt, crawlen
Τυχαίες λέξεις
Μπουμπούκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: botten, spruiten, knop, uitbotten, kiem, bud, knoppen, knop van