Μπόλικος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπόλικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veel, percelen, heel veel, kavels, tal
Μπόλικος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόλικος

μπόλικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπόλικος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπόι στα ολλανδικά - construeren, metselen, maken, bouwen, aanleggen, hoogte, lengte, ...
  • μπόλι στα ολλανδικά - inoculum, entstof, ent, entmateriaal, het inoculum
  • μπόσικος στα ολλανδικά - mul, rul, bevrijden, verlossen, loslaten, afhelpen, bosikos
  • μπότα στα ολλανδικά - laars, bagageruimte, boot, opstarten, opstart
Τυχαίες λέξεις
Μπόλικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: veel, percelen, heel veel, kavels, tal