Νέος στα ολλανδικά
Μετάφραση: νέος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuw, aankomend, jong, beginnend, pril, jeugd, opkomend, jonge, jongeren, wijfje, de jonge
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νέος
νέος κόσμος, νέος αναπτυξιακός νόμος, νέος μεταναστευτικός κώδικας, νέος κώδικας μετανάστευσης, νέος οικοδομικός κανονισμός, νέος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νέος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νέα στα ολλανδικά - nieuwigheid, nieuwtje, nieuws, News, Nieuwsbrief, nieuws van, het nieuws
- νέκταρ στα ολλανδικά - nectar, van nectar, de nectar, nectar te, nektar
- νήμα στα ολλανδικά - snoer, draad, stranden, garen, thread, schroefdraad, discussie
- νίψιμο στα ολλανδικά - wassing, het wassen, wasgoed, was, wassen, wasmachine
Τυχαίες λέξεις
Νέος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nieuw, aankomend, jong, beginnend, pril, jeugd, opkomend, jonge, jongeren, wijfje, de jonge
Μεταφράσεις: nieuw, aankomend, jong, beginnend, pril, jeugd, opkomend, jonge, jongeren, wijfje, de jonge