Λέξη: φρονιμάδα

Συνώνυμα: φρονιμάδα

ευπρέπεια, κοσμιότητα, κοσμιότης, σεμνότης, σεμνότητα

Μεταφράσεις: φρονιμάδα

φρονιμάδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decency, virtue

φρονιμάδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decencia, virtud, honestidad, la decencia, decoro, buenas costumbres, las buenas costumbres

φρονιμάδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirksamkeit, vorzug, wert, schicklichkeit, anstand, tugend, Anstand, Anständigkeit, Schicklichkeit, anständig, Anstands

φρονιμάδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
valeur, décence, avantage, honnêteté, efficacité, courtoisie, bienséance, puissance, vertu, étoffe, qualité, la décence, pudeur, de décence

φρονιμάδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decenza, pudore, la decenza, decoro, decency

φρονιμάδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decência, a decência, decoro, da decência, pudor

φρονιμάδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
degelijkheid, deugdelijkheid, fatsoen, deugd, goede zeden, het fatsoen, de goede zeden, fatsoensnormen

φρονιμάδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сила, достоинство, целомудрие, целомудренный, любезность, эффективность, благопристойность, добродетель, раритет, порядочность, действие, приличие, доблесть, вежливость, порядочности, приличия

φρονιμάδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyd, sømmelighet, anstendighet, decency

φρονιμάδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dygd, anständighet, anständigheten, anständighets, anständighetens

φρονιμάδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siveys, hyve, säädyllisyys, arvo, hyveellisyys, avu, siveellisyys, säädyllisyyden, säädyllisyyttä, säädyllisyyskysymyksiin, decency

φρονιμάδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyd, anstændighed, moral, anstændigvis, anstændigheden

φρονιμάδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
účinnost, ctnost, moc, přednost, slušnost, síla, hodnota, schopnost, slušnosti, patřičnosti

φρονιμάδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cnotliwość, skuteczność, przyzwoitość, wartość, moralność, obyczajność, dobroć, walor, zaleta, cnota, przyzwoitości, dobre obyczaje, decency

φρονιμάδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tisztességtudás, tisztesség, illem, a tisztesség, annyi tisztesség, a tisztességességet

φρονιμάδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terbiye, fazilet, edep, decency, nezaket, nezaketine

φρονιμάδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
практично, дійсно, порядність, фактично, пристойність, благопристойність, порядочность

φρονιμάδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
virtyti, mirësjellje, mirësjelljes, njerëzizë, njerëzillëku, rregullsinë

φρονιμάδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добродетел, приличие, благоприличие, порядъчност, почтеност, добрите нрави

φρονιμάδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыстойнасць, прыстойнасьць, высакароднасць

φρονιμάδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kunstimaitse, tublidus, sündsustunne, toime, sündsus, korralikkus, viisakus, sündsuse, moraalinormidega

φρονιμάδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pristojnost, uljudnost, valjanost, vrijednost, silina, vrlina, moć, pristojnosti, Ćudorednost, blagodat, poštenje

φρονιμάδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dyggð, velsæmi, heiðarleika

φρονιμάδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dorybė, padorumas, padorumo, padorumą, gera elgsena

φρονιμάδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tikums, pieklājība, pieklājības, pieklājību, pieklājības normas, laipnība

φρονιμάδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пристојност, пристојноста, достојност, чесност, пристојното

φρονιμάδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
virtute, decenţă, decență, decenta, decenței, decența, decentei

φρονιμάδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slušnost, dostojnost, spodobnost, spodobnosti, dostojnosti

φρονιμάδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slušnosť, slušnosti, nosť, slušného správania, dobré mravy
Τυχαίες λέξεις