Νομοθεσία στα ολλανδικά
Μετάφραση: νομοθεσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
statuut, wetgeving, de wetgeving, regelgeving, regeling
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νομοθεσία
νομοθεσία τροφίμων, νομοθεσία για σκύλους 2013, νομοθεσία δημοσίων έργων, νομοθεσία για κατατακτήριες εξετάσεις, νομοθεσία προμηθειών δημοσίου, νομοθεσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νομοθεσία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νομισματικός στα ολλανδικά - monetair, monetaire, de monetaire, het monetaire
- νομισματοκοπείο στα ολλανδικά - pepermunt, overvloed, kruizemunt, munt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, ...
- νομοθετικός στα ολλανδικά - wetgevend, wetgevende, wettelijke, wetgevingsprocedure, wetgevingsvoorstellen
- νομολογία στα ολλανδικά - recht, jurisprudentie, rechtspraak, de jurisprudentie, de rechtspraak, jurisprudentie van
Τυχαίες λέξεις
Νομοθεσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: statuut, wetgeving, de wetgeving, regelgeving, regeling
Μεταφράσεις: statuut, wetgeving, de wetgeving, regelgeving, regeling