Ντεμοντέ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ντεμοντέ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ouderwets, ouderwetse, de ouderwetse, verouderd
Ντεμοντέ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντεμοντέ

ντεμοντέ συνώνυμα, ντεμοντέ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ντεμοντέ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νταμάρι στα ολλανδικά - steengroeve, buit, vangst, prooi, groeve, Quarry, en steengroeve
  • νταραβέρι στα ολλανδικά - transactie, ntaraveri
  • ντεραπάρω στα ολλανδικά - slippen, uitglijden, slip, skid, steunbalk, pallet
  • ντιβάνι στα ολλανδικά - canapé, divan, rustbank, boxspring, het Divan, divanbed, van Divan
Τυχαίες λέξεις
Ντεμοντέ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ouderwets, ouderwetse, de ouderwetse, verouderd