Ξεφορτώνομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: ξεφορτώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stortplaats, werk uit, af te werken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεφορτώνομαι
ξεφορτώνομαι συνωνυμα, ξεφορτώνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξεφορτώνομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ξεφεύγω στα ολλανδικά - lek, ontgaan, ontsnapping, ontkomen, ontsnappen, ontvluchten, oplichten, ...
- ξεφλουδίζω στα ολλανδικά - afpellen, jassen, schillen, doppen, kaf, schil, shuck, ...
- ξεφορτώνω στα ολλανδικά - afladen, uitladen, lossen, ontladen, te lossen, te laden
- ξεφτίζω στα ολλανδικά - rafelen, strijd, gevecht, fray, strijdgewoel
Τυχαίες λέξεις
Ξεφορτώνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stortplaats, werk uit, af te werken
Μεταφράσεις: stortplaats, werk uit, af te werken