Stortplaats στα ελληνικά

Μετάφραση: stortplaats, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφορτώνομαι, ποδοκόπι, πετώ, ρεγάλο, ρίχνω, αιχμή, πουρμπουάρ, σκουπιδότοπος, χωματερή, ένδειξης σφαλμάτων, χωματερής, dump
Stortplaats στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • storten στα ελληνικά - πέφτω, εκπίπτω, πληρωμή, πτώση, πληρώνω, κατάθεση, κατάθεσης, ...
  • storting στα ελληνικά - κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων
  • stortregenen στα ελληνικά - χιμώ, βάζω, ρίχνω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ...
  • stoten στα ελληνικά - δύναμη, ώθηση, μπήγω, σπρώχνω, βία, σπρώξιμο, εξαναγκάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Stortplaats στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφορτώνομαι, ποδοκόπι, πετώ, ρεγάλο, ρίχνω, αιχμή, πουρμπουάρ, σκουπιδότοπος, χωματερή, ένδειξης σφαλμάτων, χωματερής, dump