Ξεφτίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξεφτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rafelen, strijd, gevecht, fray, strijdgewoel
Ξεφτίζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεφτίζω

ξεφτίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξεφτίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξεφορτώνομαι στα ολλανδικά - stortplaats, werk uit, af te werken
  • ξεφορτώνω στα ολλανδικά - afladen, uitladen, lossen, ontladen, te lossen, te laden
  • ξεφτιλίζω στα ολλανδικά - vernederen, verootmoedigen, kleinmaken, te vernederen, vernedert, vernedering, verneder
  • ξεχαρβαλωμένος στα ολλανδικά - aftands, gammel, bouwvallig, wankel, wonky, steeds kwijtraakte, geknakt zal, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξεφτίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rafelen, strijd, gevecht, fray, strijdgewoel