Ολίσθημα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ολίσθημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitglijden, glippen, slippen, schuiven, glijden, strook
Ολίσθημα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ολίσθημα

φροϋδικό ολίσθημα, γλωσσικό ολίσθημα, ολίσθημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ολίσθημα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οκνός στα ολλανδικά - nonchalant, hangjongeren, loitering, rondhangende, rondhangen, treuzelen
  • ολέθριος στα ολλανδικά - onheilspellend, verderfelijk, schadelijk, verderfelijke, pernicieuze, schadelijke
  • ολιγολογία στα ολλανδικά - zwijgzaamheid, taciturnity, stilzwijgendheid
  • ολική στα ολλανδικά - totaal, totale, in totaal, de totale, volledige
Τυχαίες λέξεις
Ολίσθημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitglijden, glippen, slippen, schuiven, glijden, strook