Bevel στα ελληνικά

Μετάφραση: bevel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσπάθεια, προσταγή, ορθογραφία, ένταλμα, παραγγελία, παραγγέλλω, προστάζω, διατάζω, υπαγόρευση, απόπειρα, εντολή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Bevel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bevattingsvermogen στα ελληνικά - κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, κατανόησή
  • beveiligen στα ελληνικά - αντίκρισμα, εξασφαλίζω, ασφαλίζω, διαβεβαιώνω, εγγύηση, εδραιώνω, ασφαλής, ...
  • bevelen στα ελληνικά - λέω, ξεχωρίζω, παραγγέλλω, διατάζω, παραγγελία, εντολή, προστάζω, ...
  • bevelhebber στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
Τυχαίες λέξεις
Bevel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσπάθεια, προσταγή, ορθογραφία, ένταλμα, παραγγελία, παραγγέλλω, προστάζω, διατάζω, υπαγόρευση, απόπειρα, εντολή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού