Παραβρίσκομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: παραβρίσκομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzorgen, verplegen, bijwonen, volgen, bezoeken, wonen, te wonen
Παραβρίσκομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραβρίσκομαι

παραβρίσκομαι ή παρευρίσκομαι, παραβρίσκομαι παρευρίσκομαι, παραβρίσκομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραβρίσκομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παραβλέπω στα ολλανδικά - nalaten, verzaken, passeren, uitlaten, negeren, over het hoofd zien, overzien, ...
  • παραβολή στα ολλανδικά - vergelijking, gelijkenis, parabel, spreuk
  • παραγέμισμα στα ολλανδικά - vulling, vullen, stuffing, het vullen, vulsel
  • παραγγέλλω στα ολλανδικά - voorschrijven, aanvoeren, bevelen, sommeren, beschikking, decreet, afvaardiging, ...
Τυχαίες λέξεις
Παραβρίσκομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzorgen, verplegen, bijwonen, volgen, bezoeken, wonen, te wonen