Περιστρέφω στα ολλανδικά
Μετάφραση: περιστρέφω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draaien, wentelen, slue
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστρέφω
περιστρέφω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιστρέφω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- περιστολή στα ολλανδικά - beperking, korting, verkleining, reductie, verlaging, vermindering, vermindering van
- περιστρέφομαι στα ολλανδικά - wentelen, spinnen, draaien, gyrate, ronddraaien
- περιστρεφόμενος στα ολλανδικά - roterende, roterend, draaiende, roteren, draaibare
- περιστροφή στα ολλανδικά - omwenteling, rotatie, draaiing, draaien, de rotatie
Τυχαίες λέξεις
Περιστρέφω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: draaien, wentelen, slue
Μεταφράσεις: draaien, wentelen, slue