Λέξη: αναδρομικός

Σχετικές λέξεις: αναδρομικός

αναδρομικός φόρος σε όσους πούλησαν σπίτι, αναδρομικός φόρος έως 50 σε όσους πούλησαν σπίτια, αναδρομικός αλγόριθμος, αναδρομικός φόρος 50 σε όσους πούλησαν σπίτι, αναδρομικός σημασία, αναδρομικός έλεγχος πόθεν έσχες, αναδρομικός φόρος ακίνητης περιουσίας, αναδρομικός φόρος έως 50 σε όσους πούλησαν σπίτια την τελευταία δεκαετία, αναδρομικός φόρος 50 σε όσους πούλησαν σπίτια την περασμένη δεκαετία, αναδρομικός τύπος ακολουθίας

Συνώνυμα: αναδρομικός

ανασκοπικός

Μεταφράσεις: αναδρομικός

αναδρομικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
retrospective, retroactive, retro, recursive, backward

αναδρομικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retrospectivo, retrospectiva, retroactiva, retrospectiva de, retrospectivo de

αναδρομικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zurückblickend, rückblickend, rückwirkend, retrospektiv, Retrospektive, retrospektiven

αναδρομικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rétrospectif, rétrospective, rétroactif, rétroactive, rétrospectives

αναδρομικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
retrospettiva, retrospettivo, retroattiva, retroattivo, posteriori

αναδρομικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
retrospectivo, retrospectiva, posteriori, a posteriori

αναδρομικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
met terugwerkende kracht, retrospectieve, retrospectief, achteraf, terugwerkende

αναδρομικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вернуть, ретроспективный, ретроспектива, ретроспективное, ретроспективная, ретроспективного

αναδρομικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
retrospektiv, retrospektive, tilbakevirkende, virkende, tilbakeblikk

αναδρομικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
retrospektiv, retroaktiv, i efterhand, retrospektiva, retroaktiva

αναδρομικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palautuva, retrospektiivinen, takautuva, taannehtivasti, takautuvaa, retrospektiivi

αναδρομικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
retrospektiv, tilbagevirkende, tilbagevirkende kraft, med tilbagevirkende kraft, retrospektive

αναδρομικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
retrospektivní, retrospektiva, zpětné, následného, retrospektivu

αναδρομικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
retrospektywny, retrospektywne, retrospektywna, retrospektywa, retrospektywnej

αναδρομικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszapillantó, visszatekintő, retrospektív, visszamenőleges, utólagos, a visszamenőleges

αναδρομικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçmişe yönelik, retrospektif, geriye dönük, retrospektif bir, geriye dönük olarak

αναδρομικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ретроспективний

αναδρομικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prapavështruës, retrospektiv, retrospektive, retrospektivë, në retrospektivë

αναδρομικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ретроспективен, ретроспективно, ретроспективна, с обратна сила, със задна дата

αναδρομικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэтраспектыўны, рэтраспэктыўны

αναδρομικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagasivaatav, retrospektiivne, tagasiulatuva, tagasiulatuv, tagasiulatuvat, retrospektiivse

αναδρομικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
retroaktivan, retrospektivan, retrospektivna, retrospektiva, retrospektivu, retrospektivno

αναδρομικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afturvirk, afturskyggn, yfirlitssýning, afturvirk og, afturskyggnt

αναδρομικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
retrospektyvus, retrospektyvinė, retrospektyva, retrospektyviai, grįžtamąją galią turinčia

αναδρομικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
retrospektīvs, retrospektīvu, retrospektīvo, retrospektīva, retrospektīvai

αναδρομικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ретроспектива, ретроспективна, ретроспективни, ретроспективната, ретроспективен

αναδρομικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
retrospectiv, retrospectivă, retrospectiva, retroactivă, posteriori

αναδρομικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
retrospektivní, retrospektivna, retrospektivno, retrospektiva, retrospektivni, za nazaj

αναδρομικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
retrospektívni, retrospektívnu, retrospektívnej, retrospektívne, retrospektívna, možná spätná
Τυχαίες λέξεις