Περιφρόνηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: περιφρόνηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verachting, schamperheid, verachten, minachting, hoon, versmaden, contempt, misprijzen, veracht
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιφρόνηση
περιφρόνηση ετυμολογια, περιφρόνηση ονειροκρίτης, περιφρόνηση δικαστηρίου, περιφρόνηση γκοντάρ, περιφρόνηση ορισμος, περιφρόνηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιφρόνηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- περιφρονώ στα ολλανδικά - minachting, verachting, hoon, verachten, versmaden, minachten, veracht, ...
- περιφρουρώ στα ολλανδικά - bescherming, waarborg, waarborgen, veiligheidscontrole, garanties, veiligheidsmaatregelen, voorzorgsmaatregelen
- περιχαρής στα ολλανδικά - juichend, jubelend, jubilant, jubelende, juichende
- περιχύω στα ολλανδικά - vochtig, vocht, nat, perichyo
Τυχαίες λέξεις
Περιφρόνηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verachting, schamperheid, verachten, minachting, hoon, versmaden, contempt, misprijzen, veracht
Μεταφράσεις: verachting, schamperheid, verachten, minachting, hoon, versmaden, contempt, misprijzen, veracht