Λέξη: περιφρόνηση
Σχετικές λέξεις: περιφρόνηση
περιφρόνηση ετυμολογια, περιφρόνηση ονειροκρίτης, περιφρόνηση δικαστηρίου, περιφρόνηση γκοντάρ, περιφρόνηση ορισμος, περιφρόνηση αποφθέγματα, περιφρόνηση αντωνυμο, περιφρόνηση γνωμικα, περιφρόνηση σημασια, περιφρόνηση english
Συνώνυμα: περιφρόνηση
καταφρόνηση, περίγελος, πρόκληση, αψήφηση, χλεύη, ύβρις
Μεταφράσεις: περιφρόνηση
περιφρόνηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scorn, contempt, defiance, disregard, disdain
περιφρόνηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despreciar, desprecio, menospreciar, desdeñar, desdén, ludibrio, menosprecio, desacato, el desprecio
περιφρόνηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verachtung, hohn, verachten, ablehnen, Verachtung, Geringschätzung, Missachtung
περιφρόνηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dédaigner, mépriser, dédain, mépris, outrage, le mépris, de mépris, au mépris
περιφρόνηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vilipendio, dispregio, spregiare, disprezzare, spregio, disprezzo, il disprezzo, di disprezzo, sprezzo, oltraggio
περιφρόνηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desprezo, desdém, o desprezo, desacato, desrespeito
περιφρόνηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verachting, schamperheid, verachten, minachting, hoon, versmaden, contempt, misprijzen, veracht
περιφρόνηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пренебрегать, неуважение, насмешка, пренебрежение, презрение, издевательство, презрительность, непочтение, попирать, презрением, презрения
περιφρόνηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forakte, forakt, ringeakt, forakten, avsky, foraktet
περιφρόνηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försmå, ringaktning, förakta, förakt, hån, aktning, föraktet, missaktning
περιφρόνηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hylkiä, väheksyä, ylenkatse, pila, ylenkatsoa, hyljeksiä, halveksia, halveksunta, halveksuntaa, halveksunnan, halveksunnasta
περιφρόνηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsmå, foragt, ringeagt, foragten, foragt for
περιφρόνηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neúcta, opovrhovat, pohrdání, opovrhování, opovržení, pohrdat, pohrdáním, opovržením
περιφρόνηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gardzić, pogardzać, lekceważyć, pogardzenie, pogarda, wzgarda, lekceważenie, pogardy, pogardę
περιφρόνηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvetés, megvetéssel, megvetést, semmibe, megvetése
περιφρόνηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küçümsemek, hakaret, hor, aşağılama, küçümseme, hor görme
περιφρόνηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зневажати, неповага, зневага, презирство, зневагу
περιφρόνηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përbuzje, mospërfillje, përbuzja, përçmimi, përçmim
περιφρόνηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
презрение, неуважение, презрението, обида, пренебрежение
περιφρόνηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагарду, пагарда, пагарды, пагардай
περιφρόνηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlgus, irvitama, solvamine, põlgust, lugupidamatust, põlgusega, lugupidamatuse
περιφρόνηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ismijavanje, podsmijeh, prezir, prezirati, poruga, prkos, preziranje, nepoštivanje, prijezir, prezira, nepoštivanje suda
περιφρόνηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirlitning, fyrirlitningu, fyrirlitningin, vanvirðing, að fyrirlitning
περιφρόνηση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
aspernatio
περιφρόνηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
panieka, nepagarba, paniekos, panieką, niekinimas
περιφρόνηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nicinājums, nicināt, nicināšana, nicinājumu, necieņu, necienīga izturēšanās
περιφρόνηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
презир, презирот, непочитување, непочитување на, за непочитување
περιφρόνηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dispreţ, dispreţui, dispreț, disprețul, sfidare, sfidarea, dispret
περιφρόνηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prezir, zaničevanje, zaničevanja, preziranje, prezira
περιφρόνηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opovržení, opovrhnutie, opovrhnutia, pohŕdanie, opovrhovaní, opovrhovanie
Τυχαίες λέξεις