Πικρά στα ολλανδικά

Μετάφραση: πικρά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bitter, bittere, verbitterd
Πικρά στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πικρά

πικραμύγδαλα, πικρά χείλη, πικρά χόρτα, πικρά αμύγδαλα, πικρά αγγούρια, πικρά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πικρά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πικάντικο στα ολλανδικά - gekruid, kruidig, pittige, kruidige, pittig
  • πικάντικος στα ολλανδικά - pikant, prikkelend, gekruid, scherp, bijtend, prikkelende
  • πικράδα στα ολλανδικά - verbittering, haatdragendheid, rancune, wrok, wraakgierigheid, bitterheid, bitsheid, ...
  • πικρία στα ολλανδικά - verdriet, bitsheid, bedroeven, bitterheid, verbittering, bittere, bitter, ...
Τυχαίες λέξεις
Πικρά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bitter, bittere, verbitterd