Πιστόνι στα ολλανδικά
Μετάφραση: πιστόνι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόνι
πιστόνι για κρυπτον ρ, πιστόνι για kart, πιστόνι για crypton x, πιστόνι wiki, πιστόνι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πιστόνι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πιστωτής στα ολλανδικά - schuldeiser, crediteur, kredietgever, schuldeisers, crediteuren
- πιστόλι στα ολλανδικά - roer, geweer, vuurwapen, gun, pistool, kanon
- πιστός στα ολλανδικά - trouw, loyaal, getrouw, vroom, trouwhartig, gelovige, gelovigen, ...
- πιστότητα στα ολλανδικά - getrouwheid, trouw, fidelity, betrouwbaarheid, hifi
Τυχαίες λέξεις
Πιστόνι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-
Μεταφράσεις: zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-