Πιστόνι στα δανικά
Μετάφραση: πιστόνι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stempel, stemplet, stemplets
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόνι
πιστόνι για κρυπτον ρ, πιστόνι για kart, πιστόνι για crypton x, πιστόνι wiki, πιστόνι λεξικό γλώσσας δανικά, πιστόνι στα δανικά
Μεταφράσεις
- πιστωτής στα δανικά - kreditor, kreditgiveren, kreditors, kreditgiver, bidragsberettigede
- πιστόλι στα δανικά - skydevåben, gevær, gun, pistol, pistolen, kanon
- πιστός στα δανικά - tro, troende, tilhænger, troendes, tilhænger af
- πιστότητα στα δανικά - fidelity, troskab, fi
Τυχαίες λέξεις
Πιστόνι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stempel, stemplet, stemplets
Μεταφράσεις: stempel, stemplet, stemplets