Πιστόνι στα σουηδικά
Μετάφραση: πιστόνι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kolv, kolven, kolvens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόνι
πιστόνι για κρυπτον ρ, πιστόνι για kart, πιστόνι για crypton x, πιστόνι wiki, πιστόνι λεξικό γλώσσας σουηδικά, πιστόνι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πιστωτής στα σουηδικά - borgenär, borgenären, kreditgivaren, fordringsägare, fordrings
- πιστόλι στα σουηδικά - gevär, kanon, bössa, pistol, gun, pistolen, vapen
- πιστός στα σουηδικά - trogen, lojal, from, andäktig, troende, tror, troendes, ...
- πιστότητα στα σουηδικά - fidelity, trohet, trofasthet, troheten, återgivning
Τυχαίες λέξεις
Πιστόνι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kolv, kolven, kolvens
Μεταφράσεις: kolv, kolven, kolvens