Πλούσια στα ολλανδικά

Μετάφραση: πλούσια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weelderig, welig, weelderige, luxuriant
Πλούσια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλούσια

πλούσια τα ελέη – δες την κωνσταντίνα σπυροπούλου όταν ήταν μοντέλο της μενεγάκη video, πλούσια σε βιταμίνη c, πλούσια σε υδατάνθρακες τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, πλούσια μαλλιά, πλούσια τέχνη σε φτωχούσ καιρούσ, πλούσια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλούσια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πλοκάμι στα ολλανδικά - voelhoorn, vangarm, tentakel, Tentacle, de tentakel
  • πλοκή στα ολλανδικά - intrige, kronkelen, samenspanning, foefje, machinatie, konkelarij, plot, ...
  • πλούσιος στα ολλανδικά - vruchtbaar, vermogend, gefortuneerd, rijk, rijke, vermogende, rijken
  • πλούτη στα ολλανδικά - rijkdom, weelde, schat, welvaart, vermogen
Τυχαίες λέξεις
Πλούσια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weelderig, welig, weelderige, luxuriant