Λέξη: όφελος

Σχετικές λέξεις: όφελος

όφελος συνώνυμα, όφελος απόσυρσης, όφελος αντώνυμο, όφελος κλίση, όφελος ωφελώ, όφελος απόσυρσης 2014, όφελος συνώνυμο, όφελος ή όφελος, όφελος αντίθετο

Συνώνυμα: όφελος

κέρδος, απολαβή, ωφέλεια, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, αποζημίωση, προτέρημα

Μεταφράσεις: όφελος

όφελος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
benefit, avail, advantage, profit, the benefit, benefit of

όφελος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ganar, ventaja, pro, beneficio, prestación, en beneficio, de beneficios

όφελος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wohltat, gewinn, ausnutzen, wohltätigkeitsveranstaltung, nutzen, gefallen, vorteil, beihilfe, Nutzen, Vorteil, profitieren, zugunsten

όφελος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
utilité, profit, profiter, gain, allocation, subvention, bienfait, intérêt, utiliser, indemnité, avantage, secours, bénéfice, prestation, avantages, prestations

όφελος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vantaggio, beneficio, utilità, benefici, prestazione, vantaggi

όφελος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
benefício, beneficiar, benefícios, vantagem, prestação

όφελος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baat, voordeel, pré, baten, uitkering, behoeve

όφελος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выгода, прибыль, благо, помогать, бенефис, выиграть, вспомоществование, корысть, годность, толк, благодеяние, помощь, пособие, польза, преимущество, выгоды, преимуществом

όφελος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gode, nytte, fordelen, fordel, dra nytte, fordeler

όφελος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gagn, förmån, nytta, fördel, nytto, fördelen

όφελος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyödyttää, etuisuus, hyöty, hyvä, hyötyä, etuus, etu, edun, hyödyn

όφελος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordel, benefit, gavn, fordele, ydelse

όφελος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobrodiní, prospěch, výhoda, užitek, příspěvek, prospívat, využívat, prospěšnost, podpora, využít, přínos, přínosů, přínosem

όφελος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobrodziejstwo, przywilej, korzystać, pomagać, przynieść, przynosić, skorzystać, pożytek, korzyść, świadczenie, zasiłek, benefis, korzyści, korzyścią

όφελος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hasznosság, haszon, javára, előny, juttatási, előnye

όφελος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
faydalı, fayda, yarar, yararı, parası, faydası

όφελος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допомагати, допомога, вигода, користь, зиск, перевага

όφελος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përfitim, dobi, përfitojnë, përfitimi, të përfitojnë

όφελος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облага, полза, ползи, обезщетение, ползите

όφελος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выгада, выгода

όφελος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasu, toetus, kasuks, kasulikkuse, hüvitistega, kasulikkus

όφελος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobitak, služiti, pomoći, aval, koristiti, dobit, profit, korist, prednost, dobrobit, benefit, pogodnost

όφελος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duga, gæði, ávinningur, ávinning, gagn, hagur, ávinnings

όφελος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
beneficium

όφελος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nauda, naudos, išmoka, naudą, pašalpa

όφελος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pabalsts, labums, ieguvums, ieguvumu, labumu

όφελος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корист, придобивка, бенефит, полза, доброто

όφελος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
beneficiu, beneficii, avantaj, beneficia, prestație

όφελος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
užitek, koristi, ugodnost, korist, koristmi, ugodnosti

όφελος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výhoda, výhody, výhodu, výhodou, prospech

Στατιστικά δημοτικότητας: όφελος

Τυχαίες λέξεις