Πνευματώδης στα ολλανδικά
Μετάφραση: πνευματώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geestig, gevat, snedig, geestige, grappige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πνευματώδης
πνευματώδης σημασια, πνευματώδης ετυμολογια, πνευματώδης συνώνυμα, πνευματώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πνευματώδης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πνευματικά στα ολλανδικά - auteursrecht, copyright, het auteursrecht, auteursrechten, het copyright
- πνευματικός στα ολλανδικά - godsdienstig, geestelijk, mentaal, gelovig, religieus, verstandelijk, intellectueel, ...
- πνεύμα στα ολλανδικά - spriet, verstand, boegspriet, geest, de geest, geest van, de geest van, ...
- πνεύμονας στα ολλανδικά - long, longen, long-, longkanker, de longen
Τυχαίες λέξεις
Πνευματώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geestig, gevat, snedig, geestige, grappige
Μεταφράσεις: geestig, gevat, snedig, geestige, grappige