Πονόψυχος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πονόψυχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
teergevoelig, zachtmoedig, teerhartig, teerhartige, barmhartig
Πονόψυχος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πονόψυχος

πονόψυχος συνώνυμα, πονόψυχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πονόψυχος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πονοκέφαλος στα ολλανδικά - hoofdpijn, hoofd pijn
  • ποντίκι στα ολλανδικά - muis, muizen, de muis, muisknop, mouse
  • πονώ στα ολλανδικά - kwetsen, zeer, afbreuk, aangeschoten, beschadigen, gewond, letsel, ...
  • πορεία στα ολλανδικά - onderschrift, graad, weg, tracé, rubriek, baanvlak, titel, ...
Τυχαίες λέξεις
Πονόψυχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: teergevoelig, zachtmoedig, teerhartig, teerhartige, barmhartig