Πούλμαν στα ολλανδικά

Μετάφραση: πούλμαν, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trainen, coachen, onderwijzen, opvoeden, bus, autobus, rijtuig, coach, trainer, touringcar, coach van
Πούλμαν στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πούλμαν

πούλμαν για βουλγαρία, πούλμαν για μπάνια, πούλμαν 20 θέσεων, πούλμαν ενοικίαση, πούλμαν του εμπ, πούλμαν λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πούλμαν στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πουρμπουάρ στα ολλανδικά - top, piek, punt, hoogtepunt, kroon, tip, spits, ...
  • πούδρα στα ολλανδικά - gruis, pulver, bepoederen, poeder, toiletpoeder, poedervorm
  • πούντα στα ολλανδικά - kou, kil, verkoudheid, koud, koude, punta, in Punta, ...
  • πούπουλο στα ολλανδικά - laag, nesthaar, dons, neerslachtig, waas, veer, veren, ...
Τυχαίες λέξεις
Πούλμαν στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: trainen, coachen, onderwijzen, opvoeden, bus, autobus, rijtuig, coach, trainer, touringcar, coach van