Πούλμαν στα ουκρανικά

Μετάφραση: πούλμαν, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автобус, анулювати, тренувати, тренер, екіпаж
Πούλμαν στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πούλμαν

πούλμαν για βουλγαρία, πούλμαν για μπάνια, πούλμαν 20 θέσεων, πούλμαν ενοικίαση, πούλμαν του εμπ, πούλμαν λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πούλμαν στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πουρμπουάρ στα ουκρανικά - звалювати, нахил, нахиляння, наконечник, накінечник
  • πούδρα στα ουκρανικά - злиденний, порошок
  • πούντα στα ουκρανικά - холодна, холодний, холод, зимний, холодне, Пунта-
  • πούπουλο στα ουκρανικά - спускати, унизу, нападки, кінчати, підкоряти, перо, пірря, ...
Τυχαίες λέξεις
Πούλμαν στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: автобус, анулювати, тренувати, тренер, екіпаж