Προσβλητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσβλητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
offensief, aanvallend, beledigend, aanstootgevend, aanvallende
Προσβλητικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσβλητικός

προσβλητικός τύπος, προσβλητικός συνώνυμο, προσβλητικός συνώνυμα, προσβλητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσβλητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσβάλλομαι στα ολλανδικά - contract, overeenkomst, verbintenis, aanstoot nemen
  • προσβάλλω στα ολλανδικά - licht, schraal, mager, sprietig, affronteren, dun, beledigen, ...
  • προσβολή στα ολλανδικά - verontwaardiging, beledigen, affronteren, krenken, aanval, aanslag, aanvallen, ...
  • προσγείωση στα ολλανδικά - landing, daling, overloop, landingsplaats, landen, aanvoer
Τυχαίες λέξεις
Προσβλητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: offensief, aanvallend, beledigend, aanstootgevend, aanvallende