Λέξη: θρασύς
Σχετικές λέξεις: θρασύς
θρασύς συνώνυμα, θρασύς θρασεία, θρασύς κλίση, θρασύς πληθυντικος, θρασύς in english, ο θρασύς, η θρασύς
Συνώνυμα: θρασύς
τολμηρός, αυθάδης, νευριασμένος, εκνευρισμένος, νευρικός, ξετσίπωτος, αναιδής, αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, αλαζονικός, παράτολμος
Μεταφράσεις: θρασύς
θρασύς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cheeky, insolent, pert, impudent, audacious, bold
θρασύς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deslenguado, descarado, insolente, impertinente, fresco, cheeky, descarada
θρασύς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dummfrech, vorlaut, unverfroren, burschikos, frech, dummdreist, keck, freche, unverschämt, frechen, cheeky
θρασύς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
effronté, coquin, insolent, impertinent, arrogant, hardi, téméraire, osé, impudent, effrontée, espiègle
θρασύς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impertinente, sfacciato, insolente, cheeky, sfrontato, sfacciata
θρασύς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atrevido, bochechudo, insolente, cheeky, Atrevida
θρασύς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brutaal, onbeschaamd, brutale, cheeky, ondeugende, eigenwijze
θρασύς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
задиристый, вызывающий, бесстыжий, грубый, оскорбительный, развязный, обидный, нахрапистый, дерзкий, нахальный, заносчивый, бойкий, наглый, дерзкая, нахально
θρασύς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uforskammet, nesevis, frekk, frekke, cheeky, lurt
θρασύς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fräck, stursk, Uppnosig, uppnosigt, uppnosiga, fräcka
θρασύς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nenäkäs, hävytön, häpeämätön, julkea, uppiniskainen, röyhkeä, ovelaa, cheeky, näsäviisas
θρασύς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fræk, frække, frækt, cheeky, flabet
θρασύς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neomalený, odvážný, nestyda, impertinentní, drzý, smělý, troufalý, nestoudný, hubatý, drzé, drzá, cheeky
θρασύς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezczelny, wyzywający, niedołężny, pyskaty, czelny, nachalny, arogancki, impertynencki, zuchwały, cheeky, bezczelna
θρασύς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hetyke, pimasz, szemtelen, cheeky, szemtelenül, arcátlan
θρασύς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arsız, utanmaz, küstah, cheeky, arsız bir
θρασύς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грубий, зухвальства, зухвалий, брутальний, нахабний, нахабно
θρασύς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paturp, i pacipë, pacipë, paturp, cheeky
θρασύς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нахален, дръзка, безочливо, дързък, закачлив
θρασύς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нахабны, нахабнае, нахабныя
θρασύς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlglik, nipsakas, tujuküllane, prink, uljas, häbematu, kaunikujuline, cheeky, Nenäkäs, nipsaka
θρασύς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poduzetan, otresit, drzak, bezobrazan, drski, drska, odvažan
θρασύς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ósvífinn
θρασύς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžūlus, cheeky, Impertynencki, atšakus, Bezkaunīgs
θρασύς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezkaunīgs, nekaunīgs, cheeky, viltīgais melnais
θρασύς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нахален, дрски, дрзок, дрски претставници
θρασύς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obraznic, neruşinat, cheeky, obraznică, îndrăzneț, obraznica
θρασύς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predrzen, Bezobrazan, predrzna, drzna, drzen
θρασύς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drzý