Πυρηνικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: πυρηνικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atomair, nucleair, nucleaire, de nucleaire, kernenergie, kern
Πυρηνικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυρηνικός

πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, πυρηνικός φάκελος, πυρηνικός ιατρός, πυρηνικός φυσικός, πυρηνικός ίκτερος, πυρηνικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πυρηνικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πυρετός στα ολλανδικά - koorts, temperatuur, fever, de koorts
  • πυρετώδης στα ολλανδικά - koortsachtig, koortsig, hectische, hectisch, hectiek, drukke, jachtige
  • πυρκαγιά στα ολλανδικά - ontslaan, schieten, vuurzee, ontzetten, vuur, ambitie, vlam, ...
  • πυροβολικό στα ολλανδικά - artillerie, geschut, de artillerie
Τυχαίες λέξεις
Πυρηνικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: atomair, nucleair, nucleaire, de nucleaire, kernenergie, kern