Ρευστοποίηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: ρευστοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρευστοποίηση
σπερμοδιάγραμμα ρευστοποίηση, ρευστοποίηση εδάφους, ρευστοποίηση υαλοειδούς, ρευστοποίηση κλίνης σωματιδίων, ρευστοποίηση ομολόγου, ρευστοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρευστοποίηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ρετσίνι στα ολλανδικά - hars, kunsthars, resin, kunststof
- ρευματισμοί στα ολλανδικά - reumatiek, reuma, rheumatiek, van reuma, rheuma
- ρευστοποιώ στα ολλανδικά - afwikkelen, liquideren, vereffenen, opheffen, solveren, Liquify, Uitvloeien, ...
- ρευστότητα στα ολλανδικά - liquiditeit, de liquiditeit, liquiditeiten, liquiditeitsrisico, liquiditeitspositie
Τυχαίες λέξεις
Ρευστοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
Μεταφράσεις: liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening