Σαθρός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαθρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verrot, bedorven, rot, ongezond, ondeugdelijk, ondeugdelijke, ongezonde, deugdelijk
Σαθρός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαθρός

σαθρός στα αγγλικά, σαθρός ετυμολογια, σαθρός λεξικό, νωθρός συνώνυμα, νωθρός συνωνυμο, σαθρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαθρός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαγηνεύω στα ολλανδικά - betoveren, verrukken, fascineren, bekoren, list, lokken, Wile, ...
  • σαγόνι στα ολλανδικά - kaak, kakement, bek, kaken, klauw, de kaak
  • σακίδιο στα ολλανδικά - knapzak, rugzak, rugzakje, rucksack, de rugzak, rug zak
  • σακατεύω στα ολλανδικά - verlamde
Τυχαίες λέξεις
Σαθρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verrot, bedorven, rot, ongezond, ondeugdelijk, ondeugdelijke, ongezonde, deugdelijk