Λέξη: τιμόνι

Σχετικές λέξεις: τιμόνι

τιμόνι μηχανής, τιμόνι καραβιού, τιμόνι πλοίου, τιμόνι ποδηλάτου zoom, τιμόνι drift o.z. racing wheel, τιμόνι riser, τιμόνι αυτοκινήτου, τιμόνι ποδηλάτου, τιμόνι μοτοσυκλέτας, τιμόνι renthal

Συνώνυμα: τιμόνι

πηδάλιο, κλίση, βλαστός, παραφυάς, σκιάς, τροχός, ρόδα

Μεταφράσεις: τιμόνι

τιμόνι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
helm, steering wheel, wheel, Steering, handlebar

τιμόνι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
timón, volante, volante de dirección, del volante, el volante, volante de

τιμόνι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steuer, pinne, ruder, steuerruder, Lenkrad, Lenkrads, Lenkrades

τιμόνι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gouvernail, conduite, barre, timon, gestion, direction, volant, volant de direction, du volant, le volant, au volant

τιμόνι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timone, volante, del volante, volante in, al volante, il volante

τιμόνι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leme, guião, volante, inferno, do volante, volante de, roda de direcção, de volante

τιμόνι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roer, stuur, stuurwiel, leiding wiel, het stuurwiel, het stuur

τιμόνι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
штурвал, шлем, стебель, кормчий, кормило, руль, румпель, власть, рулевое колесо, рулевого колеса, руля, обшитый кожей

τιμόνι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ror, ratt, rattet, på rattet

τιμόνι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roder, ratt, ratten, rattens

τιμόνι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kypärä, peräsin, ruoriratas, ruori, ohjauspyörä, ratti, ohjauspylväs, ohjauspyörän, säädettävä ohjauspylväs

τιμόνι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ror, rat, rattet, rattets

τιμόνι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kormidlo, kormidlování, řízení, volant, volat, volantu, volant potažený, volantem

τιμόνι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rumpel, ster, sterownica, kierowanie, kierownica, kierownicy, koła kierownicy, koło kierownicy, sterownicze koło

τιμόνι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kormánykerék, kormány, kormánykereket, kormánykeréken

τιμόνι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
direksiyon, direksiyon simidi, Direksiyondan, direksiyon simidinin, direksiyon simidindeki

τιμόνι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
врядування, кермо, управління, стеблина, керманич, руль

τιμόνι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
timon, Timoni, drejtues timon, rrotë timoni, timon i

τιμόνι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шлем, волан, волана, на волана, кормилно колело, кормилото

τιμόνι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
руль, стырно

τιμόνι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rooliratas, roolipinn, tüür, rool, seljatugi allaklapitav, rool reguleeritav roolisammas, rooli, rooliratta

τιμόνι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaciga, kormilo, upravljač, volan, kolo upravljača, upravljača, kola upravljača

τιμόνι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stýri, stýrið, stýrinu, stýrishjól, stýrishjólið

τιμόνι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vairas, vairo, vairo padėties, vairaratis, vairo padėtis

τιμόνι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stūre, stūres, krēsli stūres, stūres rats, apdari

τιμόνι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
волан, управувачот, воланот, на воланот, управувач

τιμόνι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârmă, volan, volanului, volanul, pe volan, a volanului

τιμόνι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volan, volana, volanski obroč, volanom, krmilo

τιμόνι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kormidlo, helma, volant

Στατιστικά δημοτικότητας: τιμόνι

Τυχαίες λέξεις