Σγουραίνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: σγουραίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krullen, kroezen, sissen, Frizzle, Grow
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σγουραίνω
σγουραίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σγουραίνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σβήνω στα ολλανδικά - doven, blussen, lessen, uitdoven, uitblussen, uitdoen, uitmaken, ...
- σβελτάδα στα ολλανδικά - rapheid, nimbleness, wendbaarheid, lichtvoetigheid, lenigheid
- σγουρός στα ολλανδικά - kroeshaar, kroezend, frizzy, kroezig, kroes
- σε στα ολλανδικά - in, om, met, jegens, nabij, tot, tegen, ...
Τυχαίες λέξεις
Σγουραίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: krullen, kroezen, sissen, Frizzle, Grow
Μεταφράσεις: krullen, kroezen, sissen, Frizzle, Grow