Σεπτός στα ολλανδικά
Μετάφραση: σεπτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerbiedwaardig, eerbiedwaardige, venerable, eerwaardige, eerbare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σεπτός
σεπτός ετυμολογία, μεστός λεξικο, μεστός ορισμός, σεπτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σεπτός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σεξουαλικός στα ολλανδικά - seksueel, geslachtelijk, generatief, seksuele, sexuele, de seksuele, van seksuele
- σεξουαλικότητα στα ολλανδικά - seksualiteit, de seksualiteit, sexualiteit, seksuele, sexuality
- σερβάντα στα ολλανδικά - kast, buffet, servanta
- σεργιανίζω στα ολλανδικά - wandeldreef, tippelen, tippel, lopen, promenade, wandelen, wandeling, ...
Τυχαίες λέξεις
Σεπτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eerbiedwaardig, eerbiedwaardige, venerable, eerwaardige, eerbare
Μεταφράσεις: eerbiedwaardig, eerbiedwaardige, venerable, eerwaardige, eerbare