Σιγοβράζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σιγοβράζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pruttelen, sudderen, kook, de kook, sudder
Σιγοβράζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σιγοβράζω

σιγοβράζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σιγοβράζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σιγή στα ολλανδικά - stilte, bedaren, kalmeren, kalmte, rust, rustigheid, stillen, ...
  • σιγανός στα ολλανδικά - rustig, kalm, Siganos
  • σιγουριά στα ολλανδικά - verzekering, zekerheid, vertrouwen, het vertrouwen, vertrouwen van, het vertrouwen van, zelfvertrouwen
  • σιδερένιος στα ολλανδικά - ijzeren, ijzer, strijkijzer, ijzer-, strijkplank
Τυχαίες λέξεις
Σιγοβράζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pruttelen, sudderen, kook, de kook, sudder