Σιγοβράζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: σιγοβράζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
булькати, закипіти, закип'ятити, закипання, кип'ятити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σιγοβράζω
σιγοβράζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σιγοβράζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σιγή στα ουκρανικά - переборювати, мовчання, тиша, бороти, мовчанку, мовчанка
- σιγανός στα ουκρανικά - неквапливий, дозвільний, siganos
- σιγουριά στα ουκρανικά - упевненість, завіряння, завірення, впевненість, переконання, впевненості
- σιδερένιος στα ουκρανικά - залізо, железо
Τυχαίες λέξεις
Σιγοβράζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: булькати, закипіти, закип'ятити, закипання, кип'ятити
Μεταφράσεις: булькати, закипіти, закип'ятити, закипання, кип'ятити