Σκεπτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
peinzend, nadenkend, peinzende, pensive, nadenkend pensive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπτικός
σκεπτικός κάφρος #3, σκεπτικός κάφρος, σκεπτικός κάφρος #3 – για μία ψήφο, σκεπτικός κάφρος #5 – φαρμακοβιομηχανίες, σκεπτικός κάφρος #6, σκεπτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκεπτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκεπτικιστής στα ολλανδικά - scepticus, sceptisch, sceptische, skeptic, skepticus
- σκεπτικό στα ολλανδικά - inleiding, redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
- σκευοθήκη στα ολλανδικά - kast, buffet, aanrecht, dressoir, sideboard
- σκευοφύλακας στα ολλανδικά - koster, sacristan, kosteres, sacristein
Τυχαίες λέξεις
Σκεπτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: peinzend, nadenkend, peinzende, pensive, nadenkend pensive
Μεταφράσεις: peinzend, nadenkend, peinzende, pensive, nadenkend pensive