Σκλάβος στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκλάβος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaaf, slavin, slave, slaven
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκλάβος
σκλάβος σου για πάντα, σκλάβοσ αθανάσιοσ τόμμυ, σκλάβος δημήτρης, σκλάβος ταινία, σκλάβος βαγγέλης, σκλάβος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκλάβος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκιερός στα ολλανδικά - verdachte, verdacht, lichtgeraakt, umbrageous
- σκιώδης στα ολλανδικά - schaduwrijk, schimmige, schaduwrijke, duistere, schaduwachtige
- σκλήθρα στα ολλανδικά - scherf, splinter, splintergroep, splintervrij, splintergroepen, splintervrije
- σκλαβιά στα ολλανδικά - slavernij, lijfeigenschap, herendienst, de slavernij, slaaf
Τυχαίες λέξεις
Σκλάβος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slaaf, slavin, slave, slaven
Μεταφράσεις: slaaf, slavin, slave, slaven