Συκοφαντικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συκοφαντικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruiperig, sycophantic, pluimstrijkende, kruiperige, vleierig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συκοφαντικός
συκοφαντικός συνώνυμα, συκοφαντικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συκοφαντικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συζητώ στα ολλανδικά - discuteren, bespreken, discussiëren, te bespreken, discussieer, praten
- συκοφαντία στα ολλανδικά - eerroof, laster, smaad, belasteren, lasteren, lastering
- συκώτι στα ολλανδικά - lever, de lever, lever-, leveraandoening, levertransplantatie
- συλλέγω στα ολλανδικά - verzamelen, afrukken, keus, oprapen, afplukken, steken, keuze, ...
Τυχαίες λέξεις
Συκοφαντικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruiperig, sycophantic, pluimstrijkende, kruiperige, vleierig
Μεταφράσεις: kruiperig, sycophantic, pluimstrijkende, kruiperige, vleierig