Συμμορία στα ολλανδικά

Μετάφραση: συμμορία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bende, schare, troep, gang, voudig, ploeg
Συμμορία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμμορία

συμμορία εραστών, συμμορία των μάγων, συμμορία των τεσσάρων, συμμορία των δέκα, συμμορία των 11, συμμορία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμμορία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμμαχικός στα ολλανδικά - geallieerd, Allied, geallieerde, geallieerden, de geallieerde
  • συμμετρία στα ολλανδικά - symmetrie, symmetrisch, de symmetrie
  • συμμόρφωση στα ολλανδικά - akkoord, overeenstemming, overeenkomst, nakoming, naleving, de naleving, inachtneming
  • συμπάθεια στα ολλανδικά - mededogen, medelijden, erbarmen, sympathie, medeleven, begrip, medegevoel
Τυχαίες λέξεις
Συμμορία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bende, schare, troep, gang, voudig, ploeg