Συνδυασμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνδυασμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
combinatie, verbinding, een combinatie, verzameling, combinatie te
Συνδυασμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδυασμός

συνδυασμός σγουρού, συνδυασμός μόραλη, συνδυασμός συνώνυμα, συνδυασμός κακλαμάνη, συνδυασμός μπουτάρη, συνδυασμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνδυασμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνδρομητής στα ολλανδικά - abonnee, deelnemer, abonnees, de abonnee
  • συνδυάζω στα ολλανδικά - kartel, bundelen, verbinden, trust, combineren, te combineren, combineert, ...
  • συνείδηση στα ολλανδικά - geweten, bewustzijn, het bewustzijn, bewustzijn te, besef
  • συνεδρίαση στα ολλανδικά - vergadering, meeting, ontmoeting, bijeenkomst, vergader-
Τυχαίες λέξεις
Συνδυασμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: combinatie, verbinding, een combinatie, verzameling, combinatie te